ἔγκυος — Epigr Gr. masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έγκυος — α, ο (για γυναίκες και θηλυκά ζώα), που έχει έμβρυο στην κοιλιά, γκαστρωμένος: Έγκυος πάνθηρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔγκυον — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem acc sg ἔγκυος Epigr Gr. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκύοις — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκύου — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκύους — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκύων — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκύῳ — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγκυα — ἔγκυος Epigr Gr. neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγκυοι — ἔγκυος Epigr Gr. masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)